παλική γλώσσα

παλική γλώσσα
Παλαιά ινδοάρεια γλώσσα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από τους βουδιστές του Νότου. Είναι μία από τις παλαιότερες λαϊκές διαλέκτους της Ινδίας, σύγχρονη και συγγενής της κλασικής σανσκριτικής. Γράφεται με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες (παλικούς, βιρμανικούς, κεϋλανικούς, ταϊλανδικούς). Η φιλολογία της είναι σημαντική και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των ιερών βουδιστικών κειμένων. Στη γλώσσα αυτή συντάχθηκε η Βίβλος των Βουδιστών και γι» αυτό θεωρείται μέχρι σήμερα η ιερή τους γλώσσα. Οι μοναχοί της Σρι Λάνκα, της Βιρμανίας και της Ταϊλάνδης γράφουν στην π.γ. ακόμα και σήμερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γλώσσα Πάλι («παλική γλώσσα») 2. φρ. «παλική φιλολογία» το σύνολο τών κανονικών κειμένων και ερμηνευτικών σχολίων που γράφηκαν στην γλώσσα Πάλι, γλώσσα τής ιερής φιλολογίας τού βουδισμού Θεραβάντα …   Dictionary of Greek

  • Πάλι — η γλωσσ. μεσαιωνική ινδοάρια γλώσσα βορειοϊνδικής προέλευσης, που αποτελεί γλώσσα τού βουδιστικού κανόνα Θεραβάντα και τής βουδιστικής ιερής φιλολογίας, αλλ. παλική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”